- ζωγραφητός
- ζωγρᾰφ-ητός, ή, όν,A painted, parti-coloured, Hsch. s.v. ποικίλον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωγραφητός — ζωγραφητός, ή, όν (Α) [ζωγραφώ] στολισμένος, διακοσμημένος … Dictionary of Greek
ζωγραφητῶν — ζωγραφητός painted fem gen pl ζωγραφητός painted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφητόν — ζωγραφητός painted masc acc sg ζωγραφητός painted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφητούς — ζωγραφητός painted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευζωγράφητος — εὐζωγράφητος, ον (Μ) καλά ζωγραφισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωγραφητός (< ζωγραφώ)] … Dictionary of Greek